πάτρας

πάτρας
πάτρᾱς , φράτρα
brotherhood
fem acc pl (doric)
πάτρᾱς , φράτρα
brotherhood
fem gen sg (attic doric aeolic)
πάτρᾱς , πάτρα
fatherland
fem acc pl (epic ionic)
πάτρᾱς , πάτρα
fatherland
fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)
πάτρᾱς , πάτρη
fatherland
fem acc pl
πάτρᾱς , πάτρη
fatherland
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πατράς — πατήρ pitṛs̥u masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάτρας — Πάτρᾱς , Πάτραι fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der lateinischen Erzbischöfe von Patras — Die folgenden Personen waren Römisch Katholische Erzbischöfe bzw. Titularerzbischöfe in Patras: Inhaltsverzeichnis 1 Bischöfe 2 Titularerzbischöfe 3 Literatur 4 …   Deutsch Wikipedia

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως …   Dictionary of Greek

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μάνεσι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 303 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται περίπου στο μέσον του νομού, 55 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”